Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Κόλαση είναι η (απουσία της) άλλη(ς)


Καλησπέρα.
   Σήμερα θα μιλήσουμε για το θέμα που ελπίζω να γεμίζει τις περισσότερες μέρες της ζωής μου. Θα πούμε για τον "άλλον", τον δίπλα, τον απέναντι. Τον "άλλον" που δεν είναι κάποιος πολύ μακρινός, πολύ διαφορετικός ή πολύ ξένος. Είναι ο γονιός, ο αδερφός, ο φίλος, ο σύντροφος, ο εχθρός, ο άγνωστος που περνάει από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ο "άλλος" είμαι για σένα εγώ που γράφω και για μένα εσύ που διαβάζεις. Είναι όποιος κατοικεί πέρα από το "Εγώ", στη χώρα του "Μη-εγώ", αν μπορούμε να υιοθετήσουμε αυτόν τον ενδεχομένως απόλυτο και ακραία φιλοσοφικό διαχωρισμό του Φίχτε. Τί είναι οι "άλλοι" για μας? Πώς τους δομούμε? Πώς σκεφτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τους άλλους και τί νόημα τους αποδίδουμε? Ο δρόμος των απαντήσεων περνάει σίγουρα από τα μονοπάτια της φιλοσοφίας. Αλλά δε μπορεί παρά να κάνει και μερικές στάσεις στις μνήμες των προσωπικών ιστοριών. 
   Κατά το πέρασμα των χρόνων πολλοί ήταν οι στοχαστές που ασχολήθηκαν με το ζήτημα του "άλλου". Το ουσιαστικό ζήτημα, αυτό που εν τέλει απασχόλησε κάθε διανοητή που καταπιάστηκε με την έννοια του "άλλου", είναι η συνάρθρωση ή η σύγκρουση της αυτοσχεσίας και της ετεροσχεσίας όσον αφορά στη δόμηση του "εγώ". Το πώς και το εάν, δηλαδή, η διαλογή με τον εαυτό ή η σύνδεση με τους άλλους ή ο συνδυασμός τους είναι τα κρίσιμα σημεία για τη διαμόρφωση της συνείδησης, της ταυτότητας και της ελευθερίας που απορρέει από αυτές.
   Αφετηρία μας θα είναι η καρτεσιανή σκέψη. Ο Ντεκάρτ πρότεινε ένα "εγώ" αποσυνδεμένο πλήρως από τον "άλλον". Το απόσταγμα της φιλοσοφικής του προσέγγισης, το περίφημο "cogito ergo sum" υποδεικνύει ακριβώς αυτή τη θέση. Το άτομο ορίζει και δομεί την ύπαρξή του μέσω της αυτοσχεσίας. Για την ακρίβεια η συνείδηση της ύπαρξης εξαντλείται στη συνείδηση της σκέψης. Αυτή η σκέψη έχει κατά τον Ντεκάρτ χαρακτήρα αμφισβήτησης (dubito) οποιουδήποτε ερεθίσματος προερχόμενου από το εξωτερικό περιβάλλον. Η νοητική πράξη της αμφισβήτησης είναι ο μόνος δρόμος για τη δόμηση αληθειών, για τη δόμηση του ίδιου του "εγώ". Οι "άλλοι" υπάρχουν παρεμπιπτόντως θα λέγαμε, χωρίς ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία της προσωπικής συνείδησης και ταυτότητας. Αυτή η προσέγγιση του Ντεκάρτ, που απομονώνει το άτομο στη θέση ενός αυτοσκεπτόμενου και αυτοσχετιζόμενου υποκειμένου, το οποίο δομεί την εμπειρία από και για τον εαυτό του, ονομάστηκε σολιψισμός (από το λατινικό sole ipso = ο ίδιος μόνο). 
   Ένας τέτοιος σολιψισμός δίνει λαβές για σοβαρό προβληματισμό. Ανασκοπώντας τη σκέψη του Ντεκάρτ γεννάται αμέσως ένα ερώτημα. Τί αλήθειες είναι αυτές και τι "εγώ" εκείνο που δομούνται ανεξαρτήτως ενός ανθρώπινου πλαισίου, αλλά με μοναδικό γνώμονα τη σχέση με τον εαυτό? Και κατ’ επέκταση, τι θέση έχουν τόσο οι δομημένες αλήθειες όσο και το «εγώ» μέσα σε μία ανθρώπινη κοινωνία, μια κοινωνία "άλλων"? Ο σολιψισμός κρίνεται μάλλον ως ένας μονόλογος μέσα σε ένα κόσμο που έχει δομηθεί με βάση το διάλογο και συνεχίζει να εξελίσσεται μέσω αυτού. Με αυτήν την άποψη φαίνεται να συμφωνούν οι γερμανοί φιλόσοφοι Καντ και Φίχτε. Μολονότι ξεκινούν κι αυτοί έχοντας ώς γνώμονα την αυτοσχεσία και τη δυνατότητα του ατόμου να αναστοχαστεί ως προς τον εαυτό του ακολουθούν μία διαδρομή που ενισχύει την ετεροσχεσία. Συγκεκριμένα, ο Φίχτε υποστηρίζει ότι η αυτοσχεσία είναι δυνατή μόνο μετά από διαμόρφωση συνείδησης. Και κομμάτι της συνείδησης είναι και η συνείδηση περί του εαυτού. Η αυτοσυνειδησία, όμως, διαμορφώνεται μόνο σε σχέση και τριβή με άλλες συνειδήσεις. Έτσι η ετεροσχεσία είναι προαπαιτούμενο της αυτοσχεσίας. Ένα άλλο αντεπιχείρημα για την αυτο-δόμηση της εμπειρίας προέρχεται από την ανθρωπολογική μελέτη των λεγόμενων "πρωτόγονων παιδιών" κατά το 19ο αιώνα. Τέτοιες περιπτώσεις αποδεικνύουν πως άτομα αποστερημένα κοινωνικών δεσμών δε συγκροτούν πραγματικά ολοκληρωμένη συνείδηση και ταυτότητα. Αντίστοιχες απόψεις διατύπωσαν ο Πιαζέ ή, και πιο πρόσφατα, ο Κόλμπεργκ, οι οποίοι μελετώντας την παιδική ανάπτυξη αναφέρθηκαν στο σημαντικό ρόλο που παίζει η κοινωνικοποίηση στην πρόσβαση του παιδιού στα ανώτερα στάδια της γνωστικής και ηθικής ανάπτυξης.
   Με το ζήτημα του άλλου ασχολείται εντατικά και ο γάλλος υπαρξιστής Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Ο Σαρτρ προχωράει από το σολιψισμό του Ντεκάρτ στη διυποκειμενικότητα, τουλάχιστον κατ’ αρχάς. Χρησιμοποιώντας την καρτεσιανή έννοια του "cogitο" όχι μόνο ως νοητική πράξη του εαυτού για τον εαυτό, αλλά και ως αφετηρία της ανακάλυψης μιας δυνατότητας για επαφή με τους άλλους. Ωστόσο, αυτή η επαφή ενέχει, αναπόφευκτα κατά τον Σαρτρ, την έννοια της σύγκρουσης. Η σύγκρουση είναι το αποτέλεσμα της βούλησης του ατόμου να προσαρτήσει τον "άλλον", τη συνείδηση του άλλου, στον εαυτό. Είναι μία διαδικασία αλληλένδετη με περιορισμούς της ατομικής ελευθερίας, όπως αυτές υποδεικνύονται από την υποδαύλιση της ατομικής συνείδησης και ταυτότητας από τον «άλλον». Αυτή η "δράση επί της ελευθερίας" μπορεί εν δυνάμει να επιβληθεί από κάθε "άτομο" σε κάθε "άλλον" με το οποίο αυτό σχετίζεται, ανεξαρτήτως του είδους της σχέσης. Έτσι, καθώς ένα άτομο συνεχίζει να συνδέεται με τον "άλλον", φτάνουμε στην αλλοτρίωση του αρχικού εαυτού. Μέσα από τις σχέσεις με τους άλλους η αρχική ελευθερία και η υποκειμενικότητα του εαυτού (με την έννοια της συνείδησης και της ταυτότητας) είναι καταδικασμένη σε συνεχή έκπτωση. Από αυτό το συλλογισμό προκύπτει, κατά τον Σαρτρ, το συμπέρασμα ότι "η κόλαση είναι οι άλλοι".
   Ανασκοπώντας τη θεωρία του Σαρτρ μπορούμε να πούμε ότι ο γάλλος φιλόσοφος καταλήγει με διαφορετική διαδρομή στο ίδιο σημείο με το καρτεσιανό "cogito". Η διατήρηση του εαυτού, της συνείδησης, της ταυτότητας και εν τέλει της ελευθερίας ανέπαφων είναι δυνατή μόνο μέσω της διαλογής του εαυτού με τον εαυτό, μέσω της αυτοσχεσίας. Ωστόσο, η αυτοσχεσία όσο προστατευτική του εαυτού κι αν είναι, στερείται σαφέστατα ευκαιριών για αλληλεπίδραση και εξέλιξη. Ως τέτοια θα μπορούσε να ιδωθεί και η αλλοτρίωση που κατά τον Σαρτρ ενέχεται στην ετεροσχεσία. Αυτό που ο Σαρτρ ονομάζει αλλοτρίωση μπορεί να είναι η διαδικασία αλληλεπίδρασης δύο ανθρώπων που θα οδηγήσει σε δύο εξελιγμένους, και όχι αλλοτριωμένους, νέους εαυτούς. Η ετεροσχεσία, άλλωστε, απενοχοποιείται από το, συναφές με τον υπαρξισμό του Σαρτρ, φιλοσοφικό ρεύμα του ανθρωπισμού. Προτείνοντας αξίες, όπως η αποδοχή χωρίς όρους, η σημασία του "ανήκειν", η ενσυναισθητική ικανότητα και η διαπροσωπική αυθεντικότητα, ο ανθρωπισμός δομεί μία σχέση υποκειμένων στην οποία η αμφίδρομη παραβίαση του συνειδησιακού χωρου του καθενός με σκοπό την αναγνώριση της προσωπικής ταυτότητας και την ένταξη του άλλου σε αυτήν (ή υπό αυτής) δεν είναι δεδομένη και αναπόφευκτη, όπως προτείνει ο Σαρτρ. Έαυτός και "άλλοι" μπορούν να συνυπάρξουν "αναίμακτα" σε ένα πλαίσιο ετεροσχεσίας. Για κάποιους, μάλιστα, η σύνδεση του εαυτού με τους άλλους έχει τέτοια αξία και σημασία ώστε να υιοθετούν την άποψη ότι ο εαυτός υποφέρει χωρίς την παρουσία τους. Ένας από αυτούς είναι ο επίσης υπαρξιστής Ροζέ Γκαρωντύ ο οποίος παρέφρασε το απόσταγμα της προσέγγισης του Σαρτρ μετατρέπωντας το στο "κόλαση είναι η απουσία των άλλων". Είμαι πολύ μικρός ηλικιακά, γνωστικά και εμπειρικά για να κρίνω τις δύο φράσεις και να προτείνω κάποια ως περιγραφική της πραγματικότητας, ως αληθινή. Για την ακρίβεια θα στοιχημάτιζα ότι ούτε οι ίδιοι οι εμπνευστές τους δεν μπορούν να πουν με βεβαιότητα αν οι δύο αυτές κοσμοθεωρήσεις περί του "σύμπαντος των άλλων" είναι προϊόντα βαθιάς φιλοσοφίας ή στενής προσωπικής εμπειρίας. Κάτι άλλο που μπορώ να πω με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα είναι ότι η απόδοση της κόλασης στους άλλους ή στην απουσία τους είναι δύο αλήθειες τόσο ρευστές όσο και η υποκειμενικότητα μεταξύ των ανθρώπων ή μεταξύ των στιγμών και των χώρων του ίδιου ανθρώπου. Ο καθένας έχει βιώσει πλαίσια όπου οι άλλοι μοιάζουν με τερατόμορφους εκπτωτούς αγγέλους που τον σπρώχνουν σε καζάνια της φωτιάς (οκ, ίσως η περιγραφή να είναι πιο γλαφυρή απ' ότι χρειάζεται), αλλά και πλαίσια όπου κοιτάει απεγνωσμένα γύρω για ένα χέρι που θα τον σώσει από τα ίδια καζάνια. Για δύο τέτοια πλαίσια θα σας μιλήσω κι εγώ.
   Προβληματίστηκα πολύ για να διαλέξω τις ιστορίες για την υπεράσπιση του Σαρτρ και του Γκαρωντύ. Η πρώτη, που υποστηρίξει ότι οι άλλοι αντιπροσωπεύουν την κόλαση, είναι η ιστορία ενός αποχωρισμού και μιας γνωριμίας, μιας αναχώρησης και μιας άφιξης, και μιάμισης ώρας πτήσης που μεσολάβησε. Ήταν κάποτε ένα αγόρι που έφευγε. Έφευγε από τη χώρα του, από τη συνήθεια, από την καθημερινότητα του, από τους ανθρώπους του. Ο προορισμός του ταυτιζόταν με τη χαρά, τον ενθουσιασμό, τη διασκέδαση, το πάντα ενδιαφέρον άγνωστο, κάτι σαν επιστροφή στην εφηβεία. 'Ηταν, όμως, τέτοιες οι συνθήκες του απο-χωρισμού του που αυτός δεν ήθελε να φύγει. Για την ακρίβεια αυτό που οραματιζόταν την ώρα που περίμενε αναποφάσιστος μπροστά στον έλεγχο των εισητηρίων ήταν το πίσω-πίσω, παγωμένο και σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού του παππού του στο χωριό. Εκεί ήθελε να κλειστεί και να χαθεί στις σκέψεις του. Τελικά ανέβηκε. Μέσα στο αεροπλάνο τον περίμενε μία αναπάντεχη γνωριμία. Ένα κορίτσι που έφευγε επίσης, για τον ίδιο πολύχρωμο λόγο, προς το ίδιο μέρος. Με μία διαφορά. Με διάθεση που ταίριαζε στον προορισμό, χαρούμενη, ενθουσιώδη, ερευνητική, έτοιμη για το νέο. Η μιάμιση ώρα που μοιράστηκαν ήταν ένα μικρό μαρτύριο. Η υποταγή στη συνθήκη ήταν θέμα χρόνου κι έτσι το αγόρι αναγκάστηκε να υποδυθεί το μοίρασμα της διάθεσης του κοριτσιού. Ένας άνθρωπος του οποίου η συνείδηση και η ταυτότητα περιορίζονταν σε ένα απομονωμένο ανήλιο δωμάτιο έπρεπε να βγάλει ενθουσιασμό και ανυπομονησία γι' αυτό που έρχεται. Ο Σαρτρ είχε δίκιο. Οι άλλοι δρουν επί της ελευθερίας μας, "καπελώνοντας" την υποκειμενικότητα της συνειδησής μας και έτσι αλλοτριώνοντάς μας. Οι άλλοι είναι η κόλαση. Ή για τη δική του περίπτωση, η άλλη ήταν η κόλαση.
   Η δεύτερη, που υποστηρίζει ότι κόλαση είναι οι απόντες άλλοι, είναι η ιστορία μιας νύχτας σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό. Πάντα μου άρεσαν οι σιδηροδρομικοί σταθμοί. Είναι για τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις σχεδόν ό,τι ήταν η αγορά για την αρχαία Αθήνα. Πολύς κόσμος, διαφορετικός κόσμος, κίνηση, ένταση, αναμονή, μαγαζιά, γρήγοροι καφέδες και -ίσως η αγαπημένη μου εικόνα- άνθρωποι που ακουμπισμένοι στον τοίχο μισοαπολαμβάνουν ένα γρήγορο τσιγάρο. Αυτά, βέβαια, αν είσαι μέσα στο σταθμό. Αλλά θα φτάσουμε κι εκεί. Ο σταθμός της ιστορίας μας είναι κάπου αρκετά βόρεια. Και ο χρόνος της ιστορίας μας αρκετά χειμωνιάτικος. Οι ήρωες της ιστορίες μας ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, όπως και στην προηγούμενη. Λίγο τζαμπατζήδες αυτοί, λίγο ακριβή η πόλη, λίγο νωρίς το τρένο που θα τους πήγαινε στην επόμενη στάση τους. Δεν ήθελε πολύ να αποφασίσουν να περάσουν τη νύχτα στο σταθμό. Υπολόγιζαν, όμως, χωρίς τα σκανδιναβικά δεδομένα. Ο σταθμός στη μία παρά κάτι λουκέτο (σωστά...αν δεν έχεις αστέγους τί να τον κάνεις ανοιχτό σταθμό τη νύχτα?), η θερμοκρασία στους -12 και τα πάντα τριγύρω κλειδαμπαρωμένα. Όμορφα. Ο ημιυπόγειος χώρος ανάμεσα στις ηλεκτρικές σκάλες και την είσοδο ενός σταθμού του μετρό ήταν η καλύτερη επιλογή. "Τουλάχιστον εδώ θα κόβει λίγο το κρύο", είπε μία φωνή. "Πόσο μπορεί να κόβει στους -12?", μία άλλη. Κουκουλωμένοι και οι δύο για κάποιες ώρες. Χαμένος ο καθένας στις σκέψεις του, με μόνη διακοπή κάποια ηλίθια "Καλά είσαι?". "Ναι, δε θέλω να τελειώσει ποτέ", περνούσε από το μυαλό και των δύο, αλλά αρκούνταν σε ένα καταφατικό νεύμα. Το αγόρι, για το οποίο και στις δύο ιστορίες έχουμε για αδιευκρίνιστους λόγους περισσότερες πληροφορίες, σκέφτηκε πως αυτή τη στιγμή η συνείδηση και η ταυτότητα του είναι χαμένες κάπου στη σκανδιναβική μετάφραση. Η ελευθερία του τόσο περιορισμένη όσο του επιτρέπει η σκανδιναβική λογική "βγάλτα πέρα μόνος σου". Μόνος του? Όχι μόνος του. Είναι και κάποιος άλλος εκεί δίπλα. Ο Γκαρωντύ είχε δίκιο. Οι άλλοι δρουν επί της ατομικής μας μιζέριας, "αγκαλιάζοντας" τη μοναχικότητα της συνείδησής μας και έτσι κρατώντας μας όρθιους. Η απουσία των άλλων είναι η κόλαση. Ή για τη δική του περίπτωση, η απουσία της άλλης ήταν η κόλαση.
   Οι ιστορίες δεν επιλέχθηκαν τυχαία. Κριτήριο ήταν η ομοιότητα των προσώπων. Αγόρι και κορίτσι ήταν τα ίδια και στις δύο ιστορίες. Η ομοιότητα αυτή σε συνδυασμό με την εντελώς διαφορετική αντίληψη του "άλλου" στις δύο περιπτώσεις είναι το μεγαλύτερο προσωπικό μου επιχείρημα ότι το αν οι άλλοι ή η απουσία τους είναι η κόλαση δεν το καθορίζουν ουσιαστικά οι "άλλοι", αλλά εμείς οι ίδιοι. Το ποιοι είμαστε, το τι έχουμε ζήσει με τους εκάστοτε "άλλους" και, κυρίως, το τι σκεφτόμαστε και τι αισθανόμαστε όταν συναντιόμαστε με έναν "άλλον". Όσο για το τι πιστεύω εγώ, δεν ξέρω αν αυτό έχει μεγάλη σημασία. Για το αρχείο ας πούμε ότι η δεύτερη ιστορία πήρε μερικές γραμμές παραπάνω για να ολοκληρωθεί και μου άφησε για ώρα το χαμόγελο που είχα όσο την έγραφα...

Ίτυλος

Υ.γ.: Ευχαριστώ πολύ έναν άνθρωπο για την πρακτική και πνευματική του βοήθεια σε αυτό το άρθρο.
  

  

1 σχόλιο:

  1. κι εγώ είμαι τις άποψης ότι ο 'άλλος'' έχει διαφορετική σημασία για τον καθένα από μας και αλλιώς ερμηνεύεται..εξαρτάται από διαφορες καταστάσεις,εμπειρίες..τι έχεις ζήσει εσύ ο ίδιος,τι σχέση έχει ο άλλος με αυτά,έμμεση η άμεση,πως σε επηρεάζει..σίγουρα όμως παίζει σημαντικό ρολο στην διαμόρφωση του χαρακτήρα μας,του εγώ μας κι έχει αντίκτυπο στις πράξεις μας..

    ΑπάντησηΔιαγραφή