Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Κι αν δεν το πάρει;

"Ο φόβος, λένε, είναι το χειρότερο που μπορεί να σε χτυπήσει. Ο φόβος για τον άλλον, τον δίπλα, τον απέναντι. Και καμιά φορά, ο φόβος αυτός χτυπάει χωριά, πόλεις ή και κοινωνίες ολόκληρες. Και τότε;"

   Ο Δεκέμβρης του '08 έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Ήταν η πρώτη φορά που είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω ένα συναίσθημα να εξαπλώνεται σαν παλιρροϊκό κύμα στους κόλπους μιας κοινωνίας και να την καταλαμβάνει σχεδόν εξ' ολοκλήρου. Επί ένα μήνα ο φόβος ανάβλυζε από τις οθόνες των τηλεοράσεων, από τις γραμμές των εφημερίδων, από τις φωνές των πολιτικών του "δημοκρατικού τόξου" και φώλιαζε στις ψυχές των "ήσυχων" πολιτών. Έβλεπα ανθρώπους να κυκλοφορούν στο δρόμο και να σαρώνουν το διάβα τους με μισάνοιχτα μάτια, να σε ζυγίζουν με παγωμένο βλέμμα, να σφίγγουν την τσάντα τους πάνω τους, να αλλάζουν πεζοδρόμιο στη θέα του σκούφου ή της κουκούλας σου. Τότε ήταν πρώτη φορά που αντιλήφθηκα τη δύναμη του φόβου. Την παράλυση που μπορεί να προκαλέσει στον ατομικό και το συλλογικό νου.
   

   Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα. Μα ο φόβος είναι αναμφίβολα εδώ. Άλλωστε πάντα ήταν. Κι εγώ τον αναζητώ ακόμη στα μάτια των ανθρώπων. Στις κινήσεις τους, στα λόγια τους ίσως. Τον αναζητώ γιατί τον νιώθω τον μεγαλύτερο εχθρό. Δυσκολεύομαι να ορίσω κάτι τέτοιο, μα αν έπρεπε, θα έλεγα ότι είναι εχθρός γιατί απομονώνει το υποκείμενο του από τις δυνατότητές του για προσοχή, αντίληψη, σκέψη, συνείδηση, λόγο, δράση. Όλα εκείνα, δηλαδή, που κάνουν ένα άτομο πρόσωπο, έναν ψηφοφόρο πολίτη. Ο φόβος μας δεσμεύει στα στενά όρια του εαυτού μας. Δεν ανοιγόμαστε, δεν μοιραζόμαστε ούτε αλληλεπιδρούμε. Αντιθέτως, εγκλωβιζόμαστε μέσα σε μια ψευδαίσθηση απειλής από εξωτερικούς εχθρούς που άλλοι κατασκεύασαν για μας ή ακόμη κι εμείς οι ίδιοι για τους εαυτούς μας. Ακόμη περισσότερο, εγκλωβιζόμαστε μέσα σε μια ανάγκη προστασίας από τους "εχθρούς". Έτσι προκύπτουν η στροφή στον εαυτό, η έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάθε άλλον και -μοιραία- η υπακοή σε αυτόν που σου παρέχει μια επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας.
   Οι εχθροί, φυσικά, δεν υπάρχουν στην πράξη. Για τον ρόλο τους επιστρατεύονται κατά καιρούς διάφορες ταμπέλες, ανάλογα με τη ροή της επικαιρότητας. Οι κουκούλοφόροι, οι μετανάστες, οι δανειστές, οι τροϊκανοί και πολλοί άλλοι. Ακόμη και απρόσωπες έννοιες, όπως οι "αγορές" ή αντικείμενα, όπως τα "άδεια ράφια". Κι εμείς βουλιάζουμε όλο και περισσότερο στη δύνη του φόβου. Κι ίσως η παράδοσή μας στο συναίσθημα αυτό να προχωρά τόσο βαθιά που τελικά να μη μπορούμε πια να αντιληφθούμε ή να νιώσουμε αισθήματα όπως η ανιδιοτέλεια, η εμπιστοσύνη, η ανθρώπινη αλληλεγγύη. Ενδεχομένως, μάλιστα, αυτή η αδυναμία μας να αγγίζει ακόμη και τις πιο απλές, καθημερινές επαφές μας με τους άλλους γύρω μας. Ακόμη κι αν αυτοί δε φέρουν κάποια από τις παραπάνω ταμπέλες. Το ότι είναι "άλλοι" αρκεί για να είναι δυνητικά αντικείμενα φόβου. Τότε έχουμε ξεκάθαρα ηττηθεί.
   Δυο παραδείγματα τέτοιας ήττας μπροστά στο φόβο για "
τον άλλον, τον δίπλα, τον απέναντι" με παρακίνησαν να γράψω αυτές τις γραμμές. 
   Η απόσταση από την Αριστοτέλους ως το Λευκό Πύργο δεν είναι μεγάλη, περπατιέται γρήγορα κι ευχάριστα. Μα όταν είσαι σε βιασύνη και το αστικό συγχρονίζεται με το πέρασμά σου από τη στάση μπαίνεις σε πειρασμό. Ήταν Κυριακή πρωί και θα βρισκόμουν σε λεωφορείο για 3-4 στάσεις μόνο. Ήξερα ότι δε χρειαζόταν να κόψω εισιτήριο, ότι δε θα με ελέγξει κανείς. Και η αλήθεια είναι ότι 2-3 χρόνια πριν δεν θα το έκανα. Πλέον -δε ξέρω γιατί, ίσως η συνειδητοποίηση του ορθού, ίσως ο φόβος της έκθεσης- δεν το διαπραγματεύομαι και πολύ. Έτσι έψαξα για ψιλά. Καθώς οι επιβάτες κατέβαιναν, μία κοπέλα μου πρόταξε το χέρι της και μου έδωσε το εισιτήριό της. Δεν είπε τίποτα, ούτε καν με κοίταξε. Σαν να έγινε αυτόματα η κίνησή της. "Ευχαριστώ" της είπα κι ανέβηκα. Χάρηκα, ομολογώ. Φτάνοντας στη στάση μου σκέφτηκα πως η "αλυσίδα" του εισιτηρίου πρέπει να συνεχιστεί. Καθώς κατέβαινα έκανα να το δώσω σε έναν κομψό νεαρό κύριο που περίμενε κρατώντας ήδη τα ψιλά στο χέρι, όπως εγώ πριν από λίγο. Ξαφνιάστηκε. Σταμάτησε και με κοίταξε, τον κοίταξα κι εγώ. Ήταν σαν να με ρωτούσε "γιατί μου το δίνεις;". Το χέρι μου παρέμενε απλωμένο προς το μέρος του κρατώντας το εισιτήριο. Αυτός έγειρε το σώμα του προς τα πίσω, έγνεψε αρνητικά με τα χέρια του και με ένα απότομο αλματάκι ανέβηκε στο λεωφορείο. Έμεινα με το εισιτήριο στο χέρι, απορημένος για αυτή τη -μη λεκτική- συνδιαλλαγή μας. Γύρισα προς τα πίσω και τον ξανακοίταξα. Την ίδια απορία έβλεπα και στο δικό του βλέμμα.
   Λίγες ώρες αργότερα βρισκόμουν έξω από το Ολύμπιον. Είχα αγοράσει, εδώ και μία εβδομάδα, εισιτήριο για την προβολή της πολυαναμενόμενης Nebraska του Alexander Payne. Δεν είχα παρέα κι έτσι έπιασα κουβέντα με μία ηλικιωμένη κυρία η οποία με ρώτησε τι είναι η "ευρωπαϊκή πρωτεύουσα νέων" που αναγραφόταν στο μπλουζάκι μου. Τα είπαμε αρκετή ώρα. Με συμπάθησε, τη συμπάθησα κι εγώ. Ήταν κι αυτή μόνη. Η φαντασία μου περιπλανήθηκε σε διάφορες υποθέσεις σχετικά με το γιατί μία κυρία 60+ ετών είναι Κυριακή απόγευμα μόνη στην προβολή μιας ταινίας. Καμία ενδεχομένως δεν είχε νόημα. Ενώ είχαμε κάτσει πλέον(ο ένας δίπλα στον άλλον μάλιστα) έβγαλε από την τσάντα της και μου έδωσε δύο εισιτήρια για μία βραδινή προβολή. "Εγώ δεν θα πάω και είναι κρίμα να πάνε χαμένα. Εσύ νέος είσαι, να πάρεις μια κοπελιά και να πάτε.", συνόδευσε την κίνησή της με νόημα και χαμόγελο. Την ευχαρίστησα και την άφησα με την εντύπωση ότι το θέλημα της θα πραγματοποιηθεί. Δεν είχα σκοπό να πάω βέβαια, αλλά γιατί να χαλάσω τις υποθέσεις της. Αυτή δεν είχε χαλάσει τις δικές μου. Αρχικά σκέφτηκα να τα πουλήσω. Από πέντε ευρώ κάθε εισιτήριο. Με ένα δεκάρικο έβγαζα τα "σπασμένα" της σαββατιάτικης εξόδου. Όσο η εποποιία του Payne για την ανιδιοτέλεια ενός γιου προς τον πατέρα του προχωρούσε τόσο η ενοχή μου μεγάλωνε. Δέκα ευρώ δε θα με έκαναν πιο πλούσιο. Το χάρισμα δύο εισιτηρίων, όμως, ίσως να με έκανε λίγο πιο άνθρωπο. Η ταινία τελείωσε. Χαιρέτισα την ευγενική κυρία και κατευθύνθηκα αμέσως προς το "γυάλινο κουτί" των εισιτηρίων του φεστιβάλ. Μία μεγάλη έκπληξη με περίμενε. Τα δύο-τρία πρώτα ζευγάρια που πλησίασα και τους πρότεινα να τους δώσω τα εισιτήρια με ευχαρίστησαν (άλλοι ευγενικά άλλοι όχι τόσο) και απομακρύνθηκαν. Δε φορούσα κουκούλα, δεν είχα καφέ δέρμα αλλά ούτε και ξυρισμένο κεφάλι, δε μιλούσα με γερμανική προφορά και δεν έμοιαζα "πιωμένος". Ήμουν απλώς ένας "άλλος", ένας καθημερινός τύπος που προσφερόταν να τους δώσει κάτι χωρίς να ζητά αντάλλαγμα. Κι αυτοί δεν το έπαιρναν! Προτιμούσαν να πληρώσουν παρά να εκθέσουν τους εαυτούς τους στον κίνδυνο να έχω στήσει μια δολερή παγίδα ή μια φοβερή πλεκτάνη πίσω από τη φαινομενικά καλή μου πράξη..! Εν τέλει πλησίασα μία νεαρή κοπέλα τη στιγμή που πήγαινε στο ταμείο. Της είπα το ίδιο ποίημα που έλεγα και στους προηγούμενους. Μου απάντησε ότι μόλις ετοιμαζόταν να αγοράσει εισιτήριο για αυτήν την ταινία. Της τα έδωσα χαμογελώντας. Εκείνη επέμενε να με πληρώσει, ενώ επίσης αρνιόταν να πάρει τα δεύτερο αφού ήταν μόνη. Δεν δεχόμουν τα χρήματα και αυτό έμοιαζε να την ενοχλεί. "Αντί για πληρωμή δώσε μου την υπόσχεση ότι μέσα στην επόμενη ώρα θα βρεις κάποιον να πάτε παρέα", της είπα και έβαλα, σχεδόν με τη βία το δεύτερο εισιτήριο στο χέρι της. Την ένιωθα αμήχανη πίσω από την πλάτη μου καθώς απομακρυνόμουν.
   Γιατί έχουμε γίνει έτσι; Κι αν αυτό απαντιέται, έστω και ως ένα βαθμό, το δύσκολο ερώτημα είναι: Μπορούμε να αλλάξουμε; Υπάρχει επιστροφή στην εποχή που ο Έλληνας έδινε κι έπαιρνε από τον διπλανό του χωρίς φόβο, χωρίς καν δεύτερες σκέψεις;
   Μία εικόνα που μου έχει μείνει έντονα χαραγμένη από τα ταξίδια μου είναι ένα βράδυ στο Μπέλφαστ, όπου μια φίλη μου κι εγώ μαγειρέψαμε για όλους τους ενοίκους ενός μικρού, παρεϊστικου, σχεδόν αυτο- διαχειριζόμενου χόστελ. Βρετανοί και μερικοί ξένοι έφαγαν πέννες με πέστο και μανιτάρια που είχαμε φτιάξει αγοράζοντας υλικά με 3-4 λίρες. Θυμάμαι να μοιράζω τα γεμάτα πιάτα και να βλέπω βλέμματα δυσπιστίας. Τότε δεν κατάλαβα αμέσως γιατί. Όταν (τυχαία στην αρχή) αναφέρθηκε ότι αυτό το γεύμα είναι ένα δώρο από μας για την καλή ατμόσφαιρα που βρήκαμε στο χώρο, τα βλέμματα ανακουφίστηκαν μα παρέμειναν σκεπτικιστικά. Ρωτήθηκα δύο και τρεις φορές "πώς;", "γιατί;" και "αν σίγουρα;" κάνω αυτήν την κίνηση χωρίς να περιμένω ανταλλάγματα. Και θα περίμενε κανείς πιο ανοιχτό μυαλό από ανθρώπους που έμεναν και δούλευαν σε έναν τέτοιο χώρο. Μου φάνηκαν αστείοι τότε. Κόμπαζα μπροστά τους στα ελληνικά για τη δική μας μεσογειακή νοοτροπία που χαρίζει και δέχεται αυθόρμητα κι άφοβα. Την περασμένη Κυριακή έχασα κάθε αμφιβολία ότι κι εμείς βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο αποξένωσης με τον "άλλον" που πρώτοι εκείνοι οι λαοί χάραξαν. Γέλασα με την αλλοτινή μου αφέλεια καθώς ανέβαινα την Αριστοτέλους.

   Από την άλλη, βέβαια, νομίζω πως η φύση μου, που παραμένει μεσογειακή, δε μου δίνει άλλη επιλογή από το να είμαι θετικός. Και, ίσως, τα γεγονότα να αφήνουν ένα παράθυρο για τέτοια στάση. Άλλωστε, για κάθε έναν κύριο που δεν παίρνει το εισιτήριό σου όταν ανεβαίνει στο λεωφορείο, θα υπάρχει μία κοπέλα που θα σου το δίνει όταν ανεβαίνεις εσύ. Όπως και για κάθε ζευγάρι που φοβάται να δεχθεί το δώρο ενός αγνώστου, θα υπάρχει μια άγνωστη συμπαθητική κυρία που θα σου χαρίζει δυο εισιτήρια απλώς και μόνο επειδή ήσουν ευγενικός και μοιράστηκες δυο κουβέντες μαζί της. Ίσως οι δεύτεροι να πείσουν κάποτε τους πρώτους πως ο φόβος, κι όχι ο "άλλος", είναι ο εχθρός. Κι αν δε το πάρει, λοιπόν, εσύ συνέχισε να το δίνεις. Εξάλλου, κι ο μεγάλος Γ. Ρίτσος συμφωνεί:

"Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,

στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω."


Ίτυλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου