Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

One for sorrow


   Είναι περίεργη η νύχτα, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το εκφράσω. Ξαφνικά εκεί που κάθεσαι, το μυαλό πλημμυρίζεται από ιδέες, τα χέρια θέλουν να πλάσουν λέξεις πολύ βαριές για το στόμα, σαν να φοβάσαι τη μέρα να τα πεις, λες και η νύχτα είναι η μάνα σου, εκείνη που θ’ακούσει όσα έχεις να πεις και δεν θα τα μαρτυρήσει σε κανέναν. Οι σκέψεις σου θα κρυφτούν στο επόμενο φως, μα σαν κι αυτό σβήσει με τη σειρά του, η νύχτα θα’ρθει πάλι, θα σε τυλίξει στην κουβέρτα της, και θα σε οδηγήσει στ’αστέρια, εκεί που μόνο η φωνή σου θ’ακουστεί.
   Η νύχτα είναι σκοτεινή, καμιά φορά και κρύα, και οι σκέψεις που γεννιούνται μέσα της είναι το ίδιο σκοτεινές. Είναι όσα φοβάσαι να εκμυστηρευτείς σε φίλους και καθρέφτες, μα η νύχτα είναι πάντα εκεί για σένα, είτε σαν φίλος, είτε σαν εχθρός. Και αφήνει το μυαλό σου να αναρωτιέται με τις ώρες, χωρίς να σε διακόπτει. Κι εσύ αρχίζεις να ξεθάβεις όσα οι μέρες των άλλων έδιωξαν μακριά, όσα δεν άντεξες ή φοβόσουν να παραδεχτείς. Κάπως έτσι ξεκινάς να τρως τον εαυτό σου από μέσα. Γιατί είναι η φύση του ανθρώπου τέτοια που να θέλει πάντα αυτό που έχουν οι άλλοι. Οι άλλοι είναι η κόλαση. Είναι αυτοί που (συνήθως άθελά τους) σε αναγκάζουν να κοιτάξεις τον εαυτό σου και να παρατηρήσεις, θέλεις δε θέλεις, ότι κάτι σου λείπει. Κάτι που αυτοί έχουν, ενώ εσύ όχι. Και όλη η λογική του κόσμου δεν φτάνει να εξηγήσει, και κυρίως να σε πείσει, ότι δεν μπορούμε να έχουμε όλα όσα θέλουμε. Μα έλα που όταν θέλεις κάτι, είσαι χτισμένος έτσι ώστε να το δικαιολογείς στον εαυτό σου. Είπαμε, άνθρωπος είσαι κι εσύ. Αλλά ανάθεμα τους ανθρώπους. Ανάθεμά τους για την ανυπακοή τους στην λογική, στο μέτρο, στην ουσία. Ανάθεμά τους για την ανάγκη να νιώθουν. Για την ανάγκη αυτή που άλλους τους οδηγεί σε ήρεμα σεληνόφωτα νερά, κι άλλους σε πικρού αέρα δρόμους δίχως ήλιο. Και πώς να πείσεις μετά τον εαυτό σου ότι μπορεί να αλλάξει? Πώς άραγε, όταν μετά από τόσα χρόνια είσαι πια πεπεισμένος ότι κάποια πράγματα δεν θα είναι δικά σου, την ίδια στιγμή που άλλοι φαίνεται να τα έχουν με τόσο φυσικό τρόπο? Πώς, όταν είσαι πια σίγουρος ότι όλη σου η ζωή είναι βαπτισμένη στης άρνης το νερό?
   Ένα δηλητήριο ψάχνει όλη του τη ζωή ο άνθρωπος: την αγάπη. Η αγάπη και ο άνθρωπος είναι τα μόνα πράγματα σε όλο το σύμπαν που πάνε κόντρα στην συνολική τάση της καταστροφής. Μα η καταστροφή πάντα κερδίζει τη δημιουργία. Πάντα ένας για την λύπη, ποτέ ένας για την αγάπη. Θέλει δύο να δημιουργήσουν τον κεραυνό, μα ένας θα φέρει τη βροχή. Δύο να καταστρέψουν την αγάπη, ένας να υποφέρει τον πόνο. Δύο να διαλύσουν όνειρα και θαύματα, ένας να χάσει τα πάντα. Ένας. Πάντα ένας.
   Και εδώ λοιπόν κάθομαι, στερημένος από πίστη, απομακρυσμένος από την ελπίδα, ανίκανος να σπάσω τους τοίχους γύρω μου, καταδικασμένος σε έναν κόσμο δυσαρέσκειας. Γιατί μαζί μου είναι η νύχτα. Αυτή είναι που σε κρατάει τόσο καθηλωμένο, που αρκούν οι χτύποι της καρδιάς σου και μόνο για να σε κουνήσουν, να σου υπενθυμίσουν ότι είσαι ακόμα εδώ, ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα, γιατί ακόμα αναπνέεις, όπως με τόση αποκαρδιωτική ευκολία σου λένε όλοι οι άλλοι. Κι εσύ νιώθεις βυθισμένος στη σκιά σου, όταν οι άλλοι χαίρονται το φως της επιφάνειας.
   Μα η επιφάνεια δεν ξέρει όσα ξέρει ο βυθός. Δεν ξέρει ότι κάποια πράγματα δεν έχουν αίσιο τέλος. Κάποια δάση μένουν για πάντα παγωμένα μέσα στην ομίχλη του χειμώνα. Κάπου ο ήλιος δεν ανατέλλει ποτέ. Κάποτε ο φοίνικας απλά πεθαίνει και δεν αναγεννιέται πια. Κάποτε, το σκοτάδι έρχεται και δεν ξαναφεύγει, και η νύχτα μένει μαζί σου για πάντα, εσύ γι’αυτήν, κι εκείνη για σένα. Μόνο για σένα.
   Κοίτα ψηλά άνθρωπε, όπως επιτάσσει το όνομά σου, και πες μου τι βλέπεις. Βλέπεις την δημιουργία, ή το χάος? Βλέπεις τη ζωή να σε κρατάει από το χέρι, ή τον θάνατο να έρχεται προς τα σένα? Βλέπεις άραγε λογικά ή μήπως σε τύφλωσε η αγάπη που επιτέλους βρήκες?


Σίσυφος



1 σχόλιο: