Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Ένα τείχος κάπως διαφορετικό

   Από τότε που άρχισα να ταξιδεύω ανέπτυξα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πόλεις που είχαν μια γοητεία... συγκρουσιακή. Πόλεις στις οποίες δύο ή και περισσότερες αντίρροπες "ιδεολογικά" δυνάμεις έδωσαν κάποτε "μάχη" για την επικράτησή τους σε αυτές. Οι λέξεις "ιδεολογικά" και "μάχη" δεν είναι τυχαία σε εισαγωγικά. Χρησιμοποιούνται στη περίπτωση αυτή ενέχοντας πολλές σημασίες. Η ιδεολογία ως αίτιο διαφοροποίησης και σύγκρουσης μπορεί να αναφέρεται σε αρκετά πεδία.
Η διαφορά μπορεί να είναι πολιτική, θρησκευτική, εθνική, φυλετική, ταξική, πολιτισμική ακόμη και ποδοσφαιρική. Βλέπεται, ο άνθρωπος έχει βρει δεκάδες τρόπους για να διαχωρίζεται από και για να συγκρούεται με το διπλανό του. Όσο για τη μάχη έχει κι αυτή διττή σημασία. Μία μάχη μπορεί να γίνει στα χαρτιά ή σε διπλωματικά γραφεία, μπορεί να γίνει με φωνές και βρισιές, με πέτρες και μαχαίρια ή ακόμη και με τανκς και οβίδες. Αυτές, λοιπόν, οι απτές ή συμβολικές μάχες για την επικράτηση της μιας ή της άλλης ιδεολογίας μέσα στο αστικό τοπίο με γοήτευαν πάντα. Όχι τόσο οι ίδιες οι συγκρούσεις όσα τα μακροχρόνια αντίκτυπά τους στην αύρα της πόλης. Είχα την τύχη να βρεθώ στο Βερολίνο, την πόλη δύο τόσο διαφορετικών κόσμων που πλέον προσπαθούν να συμβιώσουν αρμονικά. Μέσα σε ένα σκηνικό όπου, αν και χωρίς τείχος πλέον, τα σημάδια του αλλοτινού διαχωρισμού είναι ακόμη εμφανέστατα. Το Μπέλφαστ με συνεπήρε με το ιστορικό του άρωμα. Είκοσι χρόνια μετά τις "Αναταραχές" και είναι σαν να μην έχει περάσει μέρα όταν περπατάς ανάμεσα στους ζωγραφισμένους τοίχους, σύμβολα και μνήμες της πολιτικής και θρησκευτικής βίας ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες. Κυρίως, όμως, νιώθεις ότι δεν έχει περάσει μέρα όταν ακούς έναν ντόπιο να σου μιλάει για τους καιρούς εκείνους. Τα παραδείγματα τέτοιων αστικών συγκρούσεων είναι ατελείωτα. Λονδίνο, Ρίο, Νάπολη, Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Σαράγιεβο. Σήμερα, όμως, θα σας μιλήσω για την πόλη εκείνη που από όσες έτυχε να δω ή να γνωρίσω, μέσα από λέξεις και εικόνες, με γοήτευσε πιο πολύ με τη συγκρουσιακή της αύρα, με τον αέρα της αιματηρής κληρονομιάς της. 
   Η Λευκωσία δεν είναι απλώς μια πόλη, είναι δύο διαφορετικές χώρες. Και μπορεί το άσημο Baarle να έχει καρπωθεί, επικοινωνιακά τουλάχιστον, τον τίτλο της μόνης πόλης που ανήκει σε δύο χώρες, αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι εκεί πάνω στο Benelux είναι πούδρα η κατάσταση. Η μεγαλύτερη σύγκρουση που μπορεί να έχει το Βέλγιο με την Ολλανδία είναι κανένα Pub-quiz. Στη Λευκωσία, αντιθέτως, μιλάμε για μία πόλη που ανήκει εξ ημισείας σε δύο κράτη (τυπικά το ένα δεν είναι κράτος αλλά η ουσία παραμένει η ίδια) που έχουν λίγα περισσότερα να χωρίσουν. Ίσως και τα πάντα.
   Ας ξεκινήσουμε από κάποια ιστορικά στοιχεία. Η Λευκωσία ποτέ δεν αποτέλεσε ένα σκηνικό γαλήνης και ηρεμίας. Από τα "γεννοφάσκια" της ήταν πεδίο διαμάχης. Άραβες, Σταυροφόροι, Φράγκοι, Ενετοί, Οθωμανοί και Βρετανοί πέρασαν κατά σειρά για να αφήσουν το στίγμα τους. Κι όταν, μόλις μισό περίπου αιώνα πριν, απέκτησε την ανεξαρτησία της, τότε ξεκίνησε η ιστορία που γέννησε τα ερεθίσματα για το σημερινό κείμενο. Η ελεύθερη, πλέον, Λευκωσία είχε δύο βασικές πληθυσμιακές κοινότητες, την κυρίαρχη ελληνο-κυπριακή και την μικρότερη τουρκο-κυπριακή. Χωρίς τον βρετανικό έλεγχο οι πρώτες συγκρούσεις δεν άργησαν να έρθουν. Έτσι, στις 30 Δεκεμβρίου του 1963, τρία μόλις χρόνια μετά την ανεξαρτησία, η Λευκωσία χωρίστηκε μετά από συμφωνία Ελλήνων, Τούρκων και Άγγλων σε δύο περιοχές, αντίστοιχες των δύο συγκρουόμενων κοινοτήτων. Όριο αυτών ήταν η "Παρεμβαλλόμενη γραμμή του Ο.Η.Ε. στην Κύπρο" ή, όπως έγινε γνωστή, η "Πράσινη γραμμή". Ονομάστηκε έτσι γιατί ο τότε διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο την χάραξε με πράσινο μολύβι πάνω στο χάρτη. Η ίδια γραμμή, που επεκτάθηκε αρκετά μετά την εισβολή των Τούρκων το 1974, είναι που χωρίζει μέχρι και σήμερα τη Λευκωσία, κάνοντάς την τη μόνη διαιρεμένη πρωτεύουσα στον κόσμο. 
   Καλά κι ενδιαφέροντα όλα αυτά, αλλά τί είναι εκείνο που την κάνει κάτι παραπάνω από μια πόλη με έντονη ιστορία? Είναι το ότι αυτή η έντονη ιστορία δεν είναι μονάχα ιστορία, είναι υπάρχουσα καθημερινότητα αποτυπωμένη σε εικόνες και ήχους, σε βλέμματα και ζωντανές μνήμες. Η πρώτη μου γνωριμία μου με τη Λευκωσία έγινε πριν καν φτάσω στην πόλη. Καθώς κατευθύνεται κανείς προς αυτήν από τον εθνικό αυτοκινητόδρομο έχει μια πολύ καθαρή εικόνα αυτού. Προσπάθησα να μπω στη θέση ενός ανθρώπου που κάποτε ζούσε στους πρόποδες αυτού του βουνού ή πίσω από αυτό και τώρα το βλέπει στιγματισμένο (ανεξαρτήτως από που προέρχεται το στίγμα), ως τρόπαιο ή ως απόδειξη μιας φαιδρής νίκης, νίκης του διαχωρισμού μόνο. Λες κι ένα βουνό μπορεί να ανήκει σε κάτι ή κάποιον διαφορετικό από το ίδιο το βουνό. Ομολογώ ότι στη θέση του δε μπόρεσα να μπω. Επίσης, ομολογώ ότι στη θέση του δε θα ήθελα να είμαι.
   Όταν πλέον έφτασα μέσα στην πόλη προσπάθησα να ξεπεράσω όσο πιο γρήγορα γίνεται την καθιερωμένη περιπλάνηση στους δρόμους των πολλών. Ένιωθα ότι η πόλη είχε περισσότερα να δώσει. Απομακρύνθηκα, βγήκα από το κέντρο. Κάπου στο διάβα μου συνάντησα το χώρισμα κι αποφάσισα να πάω μαζί του. Περπάτησα παράλληλα με την Πράσινη γραμμή για να διαπιστώσω μετά από λίγο κάτι πολύ ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει τείχος. Το διαχωριστικό ανάμεσα στην ελεύθερη και την κατεχόμενη Λευκωσία δεν είναι κάτι σαφές και εμφατικό όπως ένα τείχος. Είναι το ίδιο το αστικό τοπίο που χωρίζει. Δρόμοι, εγκαταλελειμμένα σπίτια, σχολεία, μαγαζιά, εκκλησίες κι ανάμεσά τους βαρέλια, συρματοπλέγματα κι αναχώματα. Γοητεύτηκα. Το τείχος είναι φτιαγμένο για να χωρίζει, οι δρόμοι, τα σπίτια κι εκκλησιές για να ενώνουν. Ποιός στρέβλωσε έτσι τη φύση τους? Και γιατί? Για άλλη μία φορά προσπάθησα να βρεθώ στη θέση ενός ανθρώπου που μπορεί από το μπαλκόνι του να δει το πατρικό του ή το σχολείο που πήγαινε μικρός. Αλλά πλέον να είναι απέναντι. Στη θέση του ανθρώπου που μπορεί να δει το χώρο που μεγάλωσε, το χώρο που δούλευε να είναι πλέον μισογκρεμισμένα διαχωριστικά μορφώματα. Και πάλι το αποτέλεσμα της προσπάθειας ήταν το ίδιο. Η γοητεία γιγαντώθηκε τόσο που με υπέβαλε. Έφυγα.
   Από εκείνη τη φορά κι έπειτα, πολλές φορές περπάτησα την πόλη. Τη γνώρισα. Την ιστορία, τα μυστικά της, τα μέρη και τους ανθρώπους της. Μα πάντα θα τα θυμάμαι όλα αυτά σε σχέση με το διαφορετικό "τείχος" της. Γιατί εν τέλει, αυτό είναι που την έκανε να αφήσει τέτοιο αποτύπωμα μέσα μου. Αυτή η εικόνα γοητευτικής θλίψης. Οι κουβέντες των ντόπιων, μα κυρίως τα βλέμματά τους όταν κοιτούν απέναντι, το φόντο της Ερμού, η φωνή του ιμάμη μπλεγμένη με τη μουσική του μαγαζιού, το "γεια" στον φρουρό, θα μείνουν όλα ζωντανές μνήμες. Μέχρι να ξαναγίνουν βιώματα.  
      

Ίτυλος


Υ.γ. 1: Οι εθνικές-θρησκευτικές διαφορές δε με απασχόλησαν (ιδιαίτερα) ποτέ. Το κείμενο είναι γραμμένο για τον άνθρωπο. Τον κάθε άνθρωπο, εδώ ή απέναντι.

Υ.γ. 2: Στο εύλογο επιχείρημα ότι η διέλευση της Πράσινης γραμμής προς τα κατεχόμενα επιτρέπεται από το 2003, παραπέμπω στην απάντηση που κι εγώ άκουσα από τόσους ντόπιους, "Γιατί να πάω? Για να ξαναφύγω?"
Για την εποπτεία του όλου (πανανθρώπινου) θέματος παραπέμπω στον Αλκίνοο.


   

    

   
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου