Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Σε φόντο χακί - Μέρος 1ο


   Έχω ένα μεγάλο χρωστούμενο εδώ και καιρό. Να γράψω για τις εντυπώσεις μου από το νταμάρι των νεανικών ψυχών, τον Ελληνικό Στρατό. Το απέφευγα επιμελώς, αλλά για χάρη ενός φίλου που σύντομα ετοιμάζεται κι αυτός "να γίνει άντρας" φορώντας την παραλλαγή, είπα να ξεχρεώσω. 
   Ο στρατός είχε για μένα δυο πλευρές, τις οποίες αποδίδω ούτως ή άλλως στα περισσότερα πλαίσια που βρίσκομαι. Την πρακτική και την πνευματική/συναισθηματική του. Η πρώτη είναι αυτή που βιώνουμε εκεί έξω, ενώ η δεύτερη αυτή που κατασκευάζουμε εδώ μέσα. Είναι περιττό να αναφέρω ποια βαραίνει περισσότερο. Ωστόσο, λέω να ξεκινήσω από τα εύκολα και να σας μιλήσω σήμερα για ζητήματα απτά, για θέματα που κάθε ένας συνάντησε και θα συναντήσει στη θητεία του. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτός ο ένας είμαι εγώ. Πάμε, λοιπόν. 
   Η ευθύνη: Ίσως το πιο κεντρικό ζήτημα σε ολόκληρη τη στρατιωτική ζωή. Το αγαπημένο άθλημα του στρατιωτικού, και κάπως έτσι, και του φαντάρου είναι το τένις. Με μπαλάκι πάντοτε την ευθύνη. Σε κάθε υλικό ή άυλο αντικείμενο που διαχειρίζεσαι, που χρησιμοποιείς, που εκτελείς, που με κάθε τρόπο περνάει από τα χέρια σου, ένα πράγμα έχει κατά βάση σημασία. Να είσαι κατοχυρωμένος ως προς την ευθύνη της εξέλιξής του. Να έχεις καλυμμένο τον κώλο σου αν προτιμάτε. Παραδίδεις ένα έγγραφο σε κάποιον? Κράτα κάτι που το αποδεικνύει. Αν δεν το κάνεις και  το έγγραφο χαθεί από τον επόμενο, τράβα να αποδείξεις ότι το παρέδωσες. Παραλαμβάνεις γεμιστήρα με 15 σφαίρες? Μέτρα τες. Αν δεν το κάνεις και ο επόμενος τις βρει 14, ενώ δεν τις έχεις αγγίξει, εσύ την έχασες. Τόσο απλό. Αν μου έλεγαν να διαλέξω το μεγαλύτερο ελάττωμα των στρατιωτικών θα διάλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη την ευθυνοφοβία. Το κυνήγι για την κάλυψη από την ευθύνη είναι γι'αυτούς το έσχατο δεινό. Το δε ξετύλιγμα του μίτου της ευθύνης σε περιπτώσεις που η μαλακία έχει γίνει είναι ρωμαϊκό θέαμα. Είναι απολαυστικό να βλέπεις ανθρώπους 35 και 45 χρονών, με χρυσά και ασημένια αστέρια, να μαλώνουν σαν 11χρονα για το ποιος φταίει που έφαγε η ομάδα γκολ...
   Το βύσμα: Το ζήτημα που απασχολεί κάθε φαντάρο, από την πρώτη μέχρι την τελευταία μέρα. Ας αρχίσουμε με μερικές αλήθειες. Δεν είναι ντροπή να έχεις βύσμα. Όλοι θα ήθελαν να έχουν βύσμα. Και κυρίως, το ότι έχεις, μπορεί να λέει πολλά, μπορεί και τίποτα. Αν εξαιρέσουμε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, το βύσμα καθορίζει μόνο το που θα βρίσκεσαι. Και αυτός κατ' εμέ είναι ο πλέον ασήμαντος λόγος από τους τρεις που καθορίζουν το πόσο καλά θα περάσεις στη θητεία σου. Ο δεύτερος είναι εν πολλοίς θέμα τύχης. Το ποιοι θα είναι οι ανώτεροί σου. Διμοιρίτης, λοχαγός, διοικητής. Λόγω της τυχαιότητάς του, ας πούμε ότι αυτός ο παράγοντας είναι σταθερά κυμαινόμενος για όλους. Ο πρώτος και σημαντικότερος θεωρώ ότι είναι το πως εσύ θα φτιάξεις την τύχη σου μέσα στο στρατιωτικό πλαίσιο. Κι αυτό δεν το καθορίζει κανένα βύσμα. Ο στρατός είναι μία μικρή κοινωνία, άρα μία μικρή ζούγκλα. Το βύσμα ή η έλλειψή του καθορίζουν μόνο το που είναι αυτή. Το αν θα σε κυνηγάνε τίγρεις ή θα αράζεις πάνω στη μπανανιά είναι θέμα δικό σου, της προσαρμογής σου και της ικανότητας σου να αντιληφθείς τις ανάγκες του χώρου. Τόσο απλό.
   Ο χρόνος: Θα μπορούσα να εξαντλήσω το ζήτημα σε δυο φράσεις. "Στο στρατό οι μέρες και οι μήνες περνάνε, αυτό που δεν περνάει είναι οι στιγμές". Αλλά ας το αναλύσουμε λίγο παραπάνω. Εννιά μήνες μπορεί να φαίνονται μεγάλο διάστημα. Δεν είναι. Μόλις βγει κανείς από την παγίδα να μετράει τον καιρό του μέρα-μέρα, αυτές τρέχουν σα νεράκι. Ο χρόνος κυλάει όλο και πιο γρήγορα υπέρ σου. Αυτό που παραμένει εναντίον σου είναι η σχετικότητα στην αντίληψή του ανά διαστήματα, ανά στιγμές. Η ώρα της αναφοράς στο κέντρο, η μεσημεριανή φρουρά, το τελευταίο πεντάλεπτο στη σκοπιά, το δεκάλεπτο πριν σε αλλάξει ο επόμενος θαλαμοφύλακας, η αναμονή στην ουρά του φαγητού. Περιπτώσεις μαζεμένων στιγμών που ο χρόνος μοιάζει να ξέχασε να πατήσει το play. Η έξοδος, το τσιγάρο στην εκπαίδευση, η άδεια. Σύνολα στιγμών που ο χρόνος πατήθηκε κατά λάθος στο fast forward. 
   Ο παραλογισμός: Όλοι έχετε ακούσει κάτι για τα παράλογα του στρατού. Προσωπικά έχω κουραστεί με την άνευ επιχειρημάτων καραμέλα "Εκεί που σταματάει η λογική αρχίζει ο στρατός". Πάμε να δούμε τα χακί παράλογα χωρίς στερεότυπα. Ένα από τα πιο ευχάριστα παράλογα είναι αυτό των αντιθέτων. Και εξηγούμαι. Στο στρατό όσο περισσότερο προσοχή αποδίδεις σε έναν ανώτερο (με εκτέλεση εντολών, τυπικότητα, χαιρετισμούς) τόσο λιγότερο αυτός ασχολείται μαζί σου. Απλό, λειτουργικό, ευφυές ίσως. Το μεγαλύτερο παράλογο θα έλεγα ότι είναι εκείνο του φιλότιμου. Η αρετή αυτή, που (θεωρητικά) τόσο πολύ εξυμνείται από τα χείλη όλων, κατακεραυνώνεται εντός στρατού. Όσο περισσότερο φιλότιμο δείξεις, τόσο περισσότερο φόρτο και πίεση θα δεχθείς. Μα αφού αντέχεις. Μεγάλο είναι και το παράλογο της επικοινωνίας. Αν και γι'αυτό το θέμα θα ταίριαζε περισσότερο ο χαρακτηρισμός απάνθρωπο. Το απάνθρωπο, λοιπόν, της επικοινωνίας συνίσταται στο ότι συναστρεφόμενος με ανωτέρους σου οφείλεις να τηρείς ρομποτικούς κανόνες στάσης και ομιλίας την ώρα που ο  απέναντί μπορεί να μασουλάει και να φτύνει σπόρια ή να σκαλίζει το αυτί του. Και ακόμη χειρότερα, το ίδιο μοτίβο συζήτησης ισχύει κι όταν το θέμα είναι ουδέτερο (δηλαδή μη στρατιωτικό) ή χείριστα όταν το θέμα άπτεται της δικιάς σου ειδικότητας, απέχοντας έτη σκέψης και αντίληψης από το στρατιωτικού νου. Πραγματικά απάνθρωπη επικοινωνία. 
   Ο στρατιωτικός: Αυτό που θα θυμάμαι περισσότερο για τους στρατιωτικούς είναι το πόσο μεγαλύτεροι δείχνουν από την ηλικία τους. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Οι τύποι κουβαλάνε πολύ άγχος μπλεγμένο με μπόλικη μονοτονία, κι αυτό αποτυπώνεται στο πρόσωπό τους. Το επάγγελμά τους είναι ένα διαρκές "φαίνεσθαι", μια ανάγκη για διατήρηση μιας καλής τυπικής εικόνας, κάτι που φθείρει τον άνθρωπο. Το άλλο είναι ότι κάθε στρατιωτικός έχει διττή προσωπικότητα. Της στολής και την άλλη. Γνωρίζεις δύο διαφορετικούς ανθρώπους όταν αλλάζουν τα ρούχα. Ακόμη δεν ξέρω ποιος εν τέλει από τους δύο είναι ο αληθινός. Ίσως ούτε και οι ίδιοι.
Είναι διαφορετικής προέλευσης οι στρατιωτικοί. Και η προέλευσή τους καθορίζει και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ο ΕΜΘ (ή αλλιώς καραβανάς) είναι άνετος και χαλαρός μαζί σου. Αν κάνεις μαλακία θα σε στάξει, αλλά δε θα σε τιμωρήσει. Είναι λίγο μαλάκας, αλλά θα έκανες εύκολα παρέα μαζί του. Ο Υπαξιωματικός κουβαλάει συνήθως τα κόμπλεξ του "υπό" του. Νιώθεις ότι ψάχνει τρόπους να τιμωρεί τον εαυτό του που στο λύκειο δε διάβασε παραπάνω για να γίνει Εύελπις. Συγκρουσιακός χαρακτήρας. Οι Αξιωματικοί, από την άλλη, νιώθουν απλώς γαλαζοαίματοι. Τους έπεισαν ότι πρέπει να έχουν πάντα δίκιο και πραγματικά το έχουν κάνει άκαμπτη στάση ζωής. Πες "ναι", δε θα βγει άκρη. 
   Ο νέος/ο παλιός: Ένας άνθρωπος που κέρδισε το σεβασμό μου εκεί μέσα συνήθιζε να λέει ότι μέσα σε εννιά μήνες δεν παλιώνει κανείς. Μεγάλη αλήθεια. Το παιχνίδι ανάμεσα στον νέο και τον παλιό είναι ένα καλοστημένο θέατρο που παίζει επί σκηνής κάθε δύο μήνες. Οι ρόλοι κατανέμονται με σαφήνεια και όσο πιο καλά παίξει ο καθένας τον δικό του τόσο πιο γρήγορα η παράσταση θα ξεστηθεί. Παίξε το ρόλο σου καλά και δε θα χάσεις. Σε αντίθεση με το μέσο στρατιωτικό, ο μέσος "παλιός" κουβαλάει το στοιχειώδες φιλότιμου του μοιράσματος μιας κοινής μοίρας. Αν του αποδώσεις τα δέοντα λόγω του τίτλου του θα σε αποδεσμεύσει. Αν όχι, θα ασχοληθεί. Και δεν το θες κατά βάση.
   Ο γιωτάς: Δεν πρόκειται για έναν αμιγώς σωματικό χαρακτηρισμό, έστω κι αν κυριολεκτικά έστι χρησιμοποιείται. Γιωτάς δεν είναι μόνος όποιος υστερεί σωματικά. Κυρίως είναι εκείνος που με τις σκέψεις και τις πράξεις του θα προκαλέσει οποιαδήποτε δυνατή αρνητική συνέπεια σε οποιοδήποτε έργο. Από το πιο απλό μέχρι το πιο σύνθετο. Από το σκούπισμα του διαδρόμου (πώς μπορείς να κάνεις λάθος ένα σκούπισμα??) μέχρι τη βολή που θα σηκωθεί όρθιος για να φωνάξει ότι το όπλο -που τώρα κινείται δεξιά αριστερά- έχει μπλοκάρει. Καταδικασμένος, απλά.
   Ο φαντάρος: Τελευταία και πιο κεντρική έννοια. Αυτός είναι η βάση όλου του (σαθρού μάλλον) οικοδομήματος που λέγεται Ελληνικός Στρατός. Ειλικρινά πιστεύω ότι χωρίς τα φαντάρια, τα κωλοφάνταρα αν προτιμάται, ο στρατός θα είχε μερικές ώρες μόνο ζωής. Όλα γίνονται από το φαντάρο. Η δυναμική του, ωστόσο, είναι και η ίδια η καταδίκη του. Είναι αναλώσιμος, είναι μάζα, όχλος. 
Ο φαντάρος κουβαλάει για εννιά μήνες μια βαριά ρετσινιά. Κυκλοφορεί με αυτήν στο κούτελο ακόμη κι όταν πετάει τα χακί. Ας του δείξουμε λίγη κατανόηση.
Γνώρισα πολλούς διαφορετικούς τύπους φαντάρων εκεί μέσα. Με άλλους ταίριαξα και άλλους του σιχάθηκα. Τώρα πλέον ομολογώ ότι κάθε ένας είχε τη γοητεία του και ήταν χρήσιμος για να λειτουργήσει σε πλήρη ανάπτυξη το τσίρκο.
Ο καβάτζας που πάντα έβρισκε τρόπο να γλιτώνει τον εαυτό του και να χώνει άλλους, το μπουρδέλο που θα απογείωνε την έννοια του σταρχιδισμού σε δυσθεώρητα επίπεδα, ο γκρίνιας που θα ήταν δυσαρεστημένος με το καθετί και θα αναπολούσε τη φροντίδα της μαμάς, το 18χρονο παιδί που πρώτη φορά περνάει το κατώφλι του σπιτιού του και έτσι προσαρμόζεται με καβγάδες και κλάματα, ο χωριάταρος (χωρίς απαραίτητα να είναι από χωριό) με τη συμπεριφορά μαντριού, ο πατριώτης ανατολικοευρωπαίος που αγωνιά να πείσει για την ελληνικότητά του, ο λιγομίλητος συνεσταλμένος, ο "πώς το είπαμε αυτόν?", ο τάδε και ο δείνα. Όλοι έχουν κάτι να σου αφήσουν, ακόμη και οι πιο απροσδόκητοι.
Καλή τους συνέχεια...



Ίτυλος

   
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου